- ρομάντσα
- (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για την καθαρότητα του ύφους της, απαλλαγμένου από δεξιοτεχνικά στοιχεία. Μπαίνοντας αργότερα στον χώρο της μελωδίας, προκάλεσε το ενδιαφέρον μουσικών περιωπής, όπως οι Μπερλιόζ, Γκουνό, Μπιζέ, Μασνέ κ.ά.
Ρ. ονομάστηκε επίσης και μια σύντομη οργανική σύνθεση, λυρικής απόκλισης, όπως οι δυο Ρομάντσες έργ. 40 και έργ. 50 του Μπετόβεν, για βιολί και ορχήστρα, μεταγραμμένες αργότερα για βιολί και πιάνο ή για πιάνο-σόλο, και οι τρεις Ρομάντσες έργ. 28, για πιάνο, του Σούμαν. Ο Μέντελσον σύνθεσε για πιάνο 48 Τραγούδια χωρίς λόγια, που γενικά ακολουθούν το είδος της ρ. Στον μελοδραματικό τομέα, η ρ. ταυτίστηκε με την «άρια».
* * *η, Νβλ. ρομάντζα.
Dictionary of Greek. 2013.